γαϊδουρίζω
Смотреть что такое "γαϊδουρίζω" в других словарях:
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, αδιάκριτα, αδιάντροπα … Dictionary of Greek
γαϊδουρίζω — συμπεριφέρομαι σαν γάιδαρος, είμαι χυδαίος, αγενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek